-
1 εξαμειβω
1) менять(ся)ἄλλην ἄλλοτε χρόαν ἐ. Plut. — меняться в цвете
2) тж. med. сменять друг друга, чередоватьсяφόνῳ φόνος ἐξαμείβων Eur. — убийство, следующее за убийством, т.е. непрерывный ряд убийств;
ἔργου ἔργον ἐξημείβετο Eur. — одна работа сменяла другую, т.е. работа кипела3) оставлять, покидать4) проходить, проезжать, миновать(ἅλιον πρῶνα Aesch.; Δίρκης ὕδωρ Eur.; Μακεδονίαν Xen.)
5) уходить(χωρὴς ὀμμάτων τινός Eur.)
6) med. возмещать, воздавать, карать(κακαῖς ποιναῖς τινα Aesch. - v. l. к ἀνταμείβεσθαι)
См. также в других словарях:
εξαμείβω — ἐξαμείβω (AM) [αμείβω] 1. αλλάζω, μεταβάλλω («ἐξαμειβούσης ἄλλην ἄλλοτε χρόαν», Πλούτ.) 2. μεσ. παίρνω τη θέση άλλου («ἔργου δ ἔργον ἐξημείβετο», Ευρ.) 3. διαδέχομαι, ανταλλάσσω («φόνῳ φόνος ἐξαμείβων», Ευρ.) 4. διαβαίνω από έναν τόπο αρχ. 1.… … Dictionary of Greek